- τρίμερος
- -η, -ο, Ν1. (συγκεκομμένος τ.) τριήμερος2. το ουδ. ως ουσ. το τρίμερονηστεία με αποχή από κάθε τροφή που γίνεται κατά τις τρεις πρώτες μέρες τής Σαρακοστής3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίμεραμνημόσυνο που τελείται κατά την τρίτη μέρα από τον θάνατο κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήμερος με συγκοπή].
Dictionary of Greek. 2013.